πρεσβεία

πρεσβεία
πρεσβεία, ας, ἡ (πρεσβεύω; Aeschyl. et al. in var. senses, incl. ‘embassy’ Aristoph., Pla.) abstract for concrete ambassador, ambassadors (Aristoph., X., Pla.+; ins, pap; Orig., C. Cels. 8, 6, 13) π. ἀποστέλλειν (SIG 412, 6 al. [index IV p. 526a]; cp. 2 Macc 4, 11; Philo, Leg. ad Gai. 239; Jos., Ant. 4, 296) Lk 14:32; 19:14. πρεσβεύειν θεοῦ πρεσβείαν travel as an ambassador of God IPhld 10:1 (πρεσβεύειν πρεσβείαν as Philo, Congr. Erud. Gr. 111).—DELG s.v. πρέσβυς. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πρεσβεία — πρεσβείᾱ , πρέσβεια fem nom/voc/acc dual πρεσβείᾱ , πρεσβεία age fem nom/voc/acc dual πρεσβείᾱ , πρεσβεία age fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβείᾳ — πρεσβείᾱͅ , πρέσβεια fem dat sg (attic doric aeolic) πρεσβείᾱͅ , πρεσβεία age fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέσβεια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβεία — η 1. αποστολή πρέσβεων. 2. διπλωματική υπηρεσία μιας χώρας σε ξένο κράτος καθώς και το οίκημα όπου στεγάζεται αυτή: Όλες οι πρεσβείες των διάφορων κρατών είναι στην Αθήνα. τα οι τιμές που απονέμονται στους γέροντες ή τους αρχαιότερους σε ένα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρέσβεια — ἡ, ΜΑ βλ. πρέσβα …   Dictionary of Greek

  • πρεσβεία — ἡ, ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεία και πρειγηΐα και αργ. τ. πρεσγέα, ἁ, Α 1. αποστολή πρέσβεων, αντιπροσώπων για διαπραγμάτευση 2. οι πρέσβεις, οι αντιπρόσωποι 3. διαπραγμάτευση 4. εκκλ. μεσολάβηση («ταῑς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾱς»,… …   Dictionary of Greek

  • πρεσβεῖα — πρεσβεῖον gift of honour neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβείας — πρεσβείᾱς , πρέσβεια fem acc pl πρεσβείᾱς , πρέσβεια fem gen sg (attic doric aeolic) πρεσβείᾱς , πρεσβεία age fem acc pl πρεσβείᾱς , πρεσβεία age fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβείαι — πρεσβείᾱͅ , πρέσβεια fem dat sg (attic doric aeolic) πρεσβείᾱͅ , πρεσβεία age fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβειῶν — πρέσβεια fem gen pl πρεσβεία age fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρεσβείαις — πρέσβεια fem dat pl πρεσβεία age fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”